Πριν η Ελλάδα υιοθετήσει το ευρώ τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είχαν μικρή έκθεση στο πιστωτικό ρίσκο, καθώς από τη μία η ‘νοοτροπία’ της υπέρμετρης δανειοδότησης ήταν ξένη προς το μέσο Έλληνα πολίτη και από την άλλη τα επιτόκια ήταν υψηλά και οι τράπεζες είχαν περιορισμούς ως προς το ρίσκο που μπορούσαν αναλάβουν κατά την παροχή δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Μετά τη διεθνή ύφεση του 2001, ωστόσο, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολο οικονομικό περιβάλλον και προκειμένου να πετύχει οικονομική ανάπτυξη ακολούθησε το αγγλοσαξονικό μοντέλο πιστωτικής επέκτασης με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία έκρηξη στην αύξηση και την επέκταση της πίστωσης, με αποτέλεσμα μέχρι το 2005 τα δάνεια των ελληνικών νοικοκυριών να αντιστοιχούν στο 38,6% του ΑΕΠ, με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι 52,6%. Ελληνικές και διεθνείς τράπεζες είδαν τον Έλληνα ως τον ιδανικό πελάτη και ξεκίνησαν έναν αγώνα δρόμου για το ποια θα αποκτούσε μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά δανείων, χαλαρώνοντας στην πορεία τα ποιοτικά κριτήρια δανειοδότησης και αυξάνοντας τα επίπεδα ρίσκου που ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν.
Οι πιστωτικές κάρτες έγιναν της μόδας και μοιράστηκαν σε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες οι οποίοι μέχρι τότε δεν τις είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά και μέσα από τη νέα αυτή κατάσταση αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης γεννήθηκε το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δηλαδή αυτών που οι δανειστές δε μπορούν να αποπληρώσουν.
Μέχρι το 2005 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απογειώθηκαν στο 7,5% του συνόλου των δανείων, προκαλώντας την παρέμβαση τη Τράπεζας της Ελλάδας που απαίτησε από τις τράπεζες να εξυγιάνουν τα χαρτοφυλάκια τους με αποτέλεσμα το ποσοστό αυτό να μειωθεί στο 4,5% μέχρι το 2007.
Τότε, όμως, χτύπησε τη διεθνή οικονομία η τραπεζική κρίση και οι ελληνικές τράπεζες στην προσπάθεια τους να προστατευτούν έκλεισαν απότομα τη στρόφιγγα παροχής δανείων με το ρυθμό ανάπτυξης της δανειοδότησης να μειώνεται από 20% ετησίως το 2007 σε 15,9% το 2008 και σε 4,2% το 2009.
Η διεθνής οικονομική κρίση που ακολούθησε της τραπεζικής και η παγκόσμια ύφεση επιδείνωσαν δραματικά την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και αυτό αποτυπώθηκε στη δυνατότητα των Ελλήνων να πληρώσουν τα δάνεια τους με το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων να εκτοξεύεται στο 7,7% το 2009.
Πριν ακόμη η Ελλάδα οδηγηθεί στο ΔΝΤ και την υπογραφή του Μνημονίου και πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα περικοπής μισθών και συντάξεων και αύξησης των φόρων που οδήγησε σε δραματική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του μέσου Έλληνα πολίτη, το ποσό των επιχειρηματικών δανείων είχε φτάσει να αντιστοιχεί στο 47% του ΑΕΠ (μέσος όρος ΕΕ 52,47%) με το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια να κυμαίνεται στο 34,1% του ΑΕΠ (μέσος όρος ΕΕ 37,8%) και για τα καταναλωτικά δάνεια στο 16,2% (πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο που είναι 15,2%).
Η ‘ελληνική κρίση’ επιδείνωσε την κατάσταση θεαματικά με το συνολικό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων να σκαρφαλώνει στο 9% το 2010, και ειδικά για τα καταναλωτικά δάνεια να ξεπερνά το 15%. Παράλληλα, μέσα στους πρώτους οκτώ μήνες του 2010 οι τραπεζικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 11% επιβαρύνοντας την αρνητική κατάσταση.
Με την ελληνική οικονομία να έχει μία από τις χειρότερες αποδόσεις διεθνώς το 2010 και με τις προβλέψεις για το 2011 να είναι απογοητευτικές, το πιθανότερο σενάριο είναι η αυξητική τάση στα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων να συνεχιστεί προκαλώντας μία σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που ξεκινούν από την αύξηση του κινδύνου πτώχευσης των τραπεζών και την άσκηση ανοδικής πίεσης στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων και φτάνουν μέχρι την πιθανότητα δημιουργίας ενός μέγα – κύματος μη ικανών αλλά και μη διατεθειμένων να αποπληρώσουν τα δάνεια τους δανειοληπτών, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές διαταραχές και κοινωνική αστάθεια όταν οι τράπεζες επιδιώξουν να διεκδικήσουν νομικά την αποπληρωμή αυτών των δανείων.
Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή στην πολιτική ελίτ και οι σχετικές νομοθεσίες που ψηφίστηκαν έχουν ως στόχο να απαλύνουν τις συνέπειες της νέας αυτής κρίσης.
Η κατάσταση είναι γνωστή πολύ περισσότερο στην ελίτ του τραπεζικού κλάδου και σύμφωνα με τραπεζίτες είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι τράπεζες θα προβούν σε τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με την Εθνική και την Alpha να συνεργάζονται ήδη προς αυτόν τον τομέα.
Τα τιτλοποιημένα δάνεια θα πουληθούν με μεγάλη έκπτωση σε επενδυτές οι οποίοι θα έχουν, πλέον, τη δυνατότητα να κινηθούν οι ίδιοι νομικά εναντίον των Ελλήνων πολιτών.
Η τιτλοποίηση δανείων είναι νέα στην Ελλάδα με το σχετικό νόμο που την επέτρεψε να έχει ψηφιστεί το 2003. Οι τράπεζες θα περιμένουν την Εθνική και την ALPHA να κάνουν την αρχή και στη συνέχεια θα ακολουθήσουν στα βήματα τους προσπαθώντας να ξεφορτωθούν όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων υψηλού ρίσκου, δηλαδή αυτών που θα θεωρούν πολύ δύσκολο να αποπληρωθούν.
Όσο αυτή η διαδικασία θα εξελίσσεται θα αυξάνεται το ποσοστό της ελληνική ιδιωτικής περιουσίας που θα επιβαρύνεται με εμπράγματες ασφάλειες υπέρ ξένων επενδυτών και δανειστών, επιβαρύνοντας μία τάση που τροφοδοτείται ήδη μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων, στην οποία πρωτοστατεί και πάλι η Εθνική,
Η νέα αυτή κρίση που πλησιάζει αναμένεται να προκαλέσει νέο πλήγμα στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Με τις ελληνικές τράπεζες να είναι απόλυτα εξαρτημένες από την ΕΚΤ για την άντληση ρευστότητας και με την πόρτα των αγορών να είναι κλειστή γι’ αυτές, στην περίπτωση που η αυξητική τάση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ξεπεράσει ένα σημείο αντοχής των τραπεζών μετρίου μεγέθους μπορεί να αποτελέσει τη χαριστική βολή που θα απειλήσει να οδηγήσει κάποιες από αυτές στην πτώχευση.
Το κυριότερο, όμως, είναι πως η νέα κρίση αναμένεται να χτυπήσει χιλιάδες νοικοκυριά επιδεινώνοντας μία κατάσταση που είναι ήδη δραματική.
Μετά τη διεθνή ύφεση του 2001, ωστόσο, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολο οικονομικό περιβάλλον και προκειμένου να πετύχει οικονομική ανάπτυξη ακολούθησε το αγγλοσαξονικό μοντέλο πιστωτικής επέκτασης με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία έκρηξη στην αύξηση και την επέκταση της πίστωσης, με αποτέλεσμα μέχρι το 2005 τα δάνεια των ελληνικών νοικοκυριών να αντιστοιχούν στο 38,6% του ΑΕΠ, με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι 52,6%. Ελληνικές και διεθνείς τράπεζες είδαν τον Έλληνα ως τον ιδανικό πελάτη και ξεκίνησαν έναν αγώνα δρόμου για το ποια θα αποκτούσε μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά δανείων, χαλαρώνοντας στην πορεία τα ποιοτικά κριτήρια δανειοδότησης και αυξάνοντας τα επίπεδα ρίσκου που ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν.
Οι πιστωτικές κάρτες έγιναν της μόδας και μοιράστηκαν σε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες οι οποίοι μέχρι τότε δεν τις είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά και μέσα από τη νέα αυτή κατάσταση αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης γεννήθηκε το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δηλαδή αυτών που οι δανειστές δε μπορούν να αποπληρώσουν.
Μέχρι το 2005 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απογειώθηκαν στο 7,5% του συνόλου των δανείων, προκαλώντας την παρέμβαση τη Τράπεζας της Ελλάδας που απαίτησε από τις τράπεζες να εξυγιάνουν τα χαρτοφυλάκια τους με αποτέλεσμα το ποσοστό αυτό να μειωθεί στο 4,5% μέχρι το 2007.
Τότε, όμως, χτύπησε τη διεθνή οικονομία η τραπεζική κρίση και οι ελληνικές τράπεζες στην προσπάθεια τους να προστατευτούν έκλεισαν απότομα τη στρόφιγγα παροχής δανείων με το ρυθμό ανάπτυξης της δανειοδότησης να μειώνεται από 20% ετησίως το 2007 σε 15,9% το 2008 και σε 4,2% το 2009.
Η διεθνής οικονομική κρίση που ακολούθησε της τραπεζικής και η παγκόσμια ύφεση επιδείνωσαν δραματικά την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και αυτό αποτυπώθηκε στη δυνατότητα των Ελλήνων να πληρώσουν τα δάνεια τους με το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων να εκτοξεύεται στο 7,7% το 2009.
Πριν ακόμη η Ελλάδα οδηγηθεί στο ΔΝΤ και την υπογραφή του Μνημονίου και πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα περικοπής μισθών και συντάξεων και αύξησης των φόρων που οδήγησε σε δραματική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του μέσου Έλληνα πολίτη, το ποσό των επιχειρηματικών δανείων είχε φτάσει να αντιστοιχεί στο 47% του ΑΕΠ (μέσος όρος ΕΕ 52,47%) με το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια να κυμαίνεται στο 34,1% του ΑΕΠ (μέσος όρος ΕΕ 37,8%) και για τα καταναλωτικά δάνεια στο 16,2% (πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο που είναι 15,2%).
Η ‘ελληνική κρίση’ επιδείνωσε την κατάσταση θεαματικά με το συνολικό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων να σκαρφαλώνει στο 9% το 2010, και ειδικά για τα καταναλωτικά δάνεια να ξεπερνά το 15%. Παράλληλα, μέσα στους πρώτους οκτώ μήνες του 2010 οι τραπεζικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 11% επιβαρύνοντας την αρνητική κατάσταση.
Με την ελληνική οικονομία να έχει μία από τις χειρότερες αποδόσεις διεθνώς το 2010 και με τις προβλέψεις για το 2011 να είναι απογοητευτικές, το πιθανότερο σενάριο είναι η αυξητική τάση στα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων να συνεχιστεί προκαλώντας μία σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που ξεκινούν από την αύξηση του κινδύνου πτώχευσης των τραπεζών και την άσκηση ανοδικής πίεσης στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων και φτάνουν μέχρι την πιθανότητα δημιουργίας ενός μέγα – κύματος μη ικανών αλλά και μη διατεθειμένων να αποπληρώσουν τα δάνεια τους δανειοληπτών, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές διαταραχές και κοινωνική αστάθεια όταν οι τράπεζες επιδιώξουν να διεκδικήσουν νομικά την αποπληρωμή αυτών των δανείων.
Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή στην πολιτική ελίτ και οι σχετικές νομοθεσίες που ψηφίστηκαν έχουν ως στόχο να απαλύνουν τις συνέπειες της νέας αυτής κρίσης.
Η κατάσταση είναι γνωστή πολύ περισσότερο στην ελίτ του τραπεζικού κλάδου και σύμφωνα με τραπεζίτες είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι τράπεζες θα προβούν σε τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με την Εθνική και την Alpha να συνεργάζονται ήδη προς αυτόν τον τομέα.
Τα τιτλοποιημένα δάνεια θα πουληθούν με μεγάλη έκπτωση σε επενδυτές οι οποίοι θα έχουν, πλέον, τη δυνατότητα να κινηθούν οι ίδιοι νομικά εναντίον των Ελλήνων πολιτών.
Η τιτλοποίηση δανείων είναι νέα στην Ελλάδα με το σχετικό νόμο που την επέτρεψε να έχει ψηφιστεί το 2003. Οι τράπεζες θα περιμένουν την Εθνική και την ALPHA να κάνουν την αρχή και στη συνέχεια θα ακολουθήσουν στα βήματα τους προσπαθώντας να ξεφορτωθούν όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων υψηλού ρίσκου, δηλαδή αυτών που θα θεωρούν πολύ δύσκολο να αποπληρωθούν.
Όσο αυτή η διαδικασία θα εξελίσσεται θα αυξάνεται το ποσοστό της ελληνική ιδιωτικής περιουσίας που θα επιβαρύνεται με εμπράγματες ασφάλειες υπέρ ξένων επενδυτών και δανειστών, επιβαρύνοντας μία τάση που τροφοδοτείται ήδη μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων, στην οποία πρωτοστατεί και πάλι η Εθνική,
Η νέα αυτή κρίση που πλησιάζει αναμένεται να προκαλέσει νέο πλήγμα στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Με τις ελληνικές τράπεζες να είναι απόλυτα εξαρτημένες από την ΕΚΤ για την άντληση ρευστότητας και με την πόρτα των αγορών να είναι κλειστή γι’ αυτές, στην περίπτωση που η αυξητική τάση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ξεπεράσει ένα σημείο αντοχής των τραπεζών μετρίου μεγέθους μπορεί να αποτελέσει τη χαριστική βολή που θα απειλήσει να οδηγήσει κάποιες από αυτές στην πτώχευση.
Το κυριότερο, όμως, είναι πως η νέα κρίση αναμένεται να χτυπήσει χιλιάδες νοικοκυριά επιδεινώνοντας μία κατάσταση που είναι ήδη δραματική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου