Είναι κάτι βάτραχοι, κάτι βρωμεροί γκριζωποί βάτραχοι με καφετιές βούλες στη ράχη, άσχημοι κι αηδιαστικοί που και μόνο να τους θωρείς σου φέρνουν αναγούλα. Η κοιλιά τους άσπρη, οι λαιμοί τους χοντροί, τα μάτια τους πρησμένα, κάτω από το λαιμό τους κρέμονται σακούλες γεμάτες λίπος. Είναι μεγαλόσωμοι και θρεμμένοι σαν γέρικες χελώνες χωρίς καύκαλο κι όλο το κορμί τους είναι θαρρείς βουτηγμένο σ’ ένα γλοιώδικο σιχαμερό υγρό. Ζούνε βαθιά στη γης και στο σκοτάδι κι αν κάποτες η σκαπάνη του εργάτη ή τ’ αλέτρι του γεωργού τους αναποδογυρίσει στην επιφάνεια, βρωμοκοπίζουν ένα γύρω τον αγέρα. Τα μάτια τους τότε σε κάνουν να ξερνάς.
Να, ένας τέτοιος βάτραχος, γκρίζος με καφετιές βούλες στη ράχη, ένας τέτοιος βάτραχος ήταν…
Είναι κάτι άνθρωποι, κάτι φαρμακωμένοι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, αδύνατοι κι αναιμικοί, έτοιμοι λες να γκρεμισθούν μόλις τους φυσήξεις, ωστόσο δυνατοί κι αντρειωμένοι όταν, δέκα μαζί, τα βάζουν μ’ ένα δεμένο. Τα μάτια τους μοιάζουν με κομμάτια γαλάζιου πανιού ξεχασμένου πολύν καιρό πάνω σ’ έναν απόμερο φράχτη.
Ποτέ δε γελούν. Δεν λυπούνται και δεν χαίρονται. Δεν υποφέρουν από τίποτε συγκεκριμένο κι όμως πάσχουν βαριά κι αγιάτρευτα από ένα ασυγκράτητο μίσος για τους άλλους ανθρώπους και πιο πολύ για κείνους που γελούν.
Το ψωμί τους, τ’ οξυγόνο τους, ο θεός κι ο παράδεισός τους είναι οι στιγμές που βασανίζουν. Τότες έχουν πανηγύρια και στα κρύα μάτια τους αστράφτουν ατσάλινα σπαθιά.
Άξαφνα, οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, πάνε και πιάνουν ένα βάτραχο, έναν μεγάλον και βρωμερό γκρίζον βάτραχο με άσπρη κοιλιά και καφετιές βούλες στη ράχη, σαν αντίσκηνο καμουφλαρισμένο. Πιάνουν κι εσένα. Και σας κουβαλούν μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου, σ’ έναν κόσμο που το μάκρος του δεν μετριέται: Στην καρδιά της πρωτεύουσας, στον κεντρικότερο δρόμο, στο πιο ψηλό και μεγαλόπρεπο χτίριο.
Άλλα λογάριαζαν εκείνοι που το σχεδίαζαν, αλλά εκείνοι που το έχτιζαν κι άλλους σκοπούς εξυπηρετούσε τ’ όμορφο παλατάκι σαν το παράδωσαν οι δυνατοί της ζωής στους κιτρινιάρηδες υποταχτικούς τους. Τούτοι φρόντιζαν να το τυλίξουν μέσα σε μαύρα σύννεφα και να το φτιάξουν να ’ναι το αδιάβατο, το άφταστο, το απίθανο μάκρος που έχει η άκρη του κόσμου.
Φωνάζεις, ουρλιάζεις, βογκάς, βρουχιέσαι, τραγουδάς, κανένας δε σ’ ακούει. Κανένας, κι ας διαβαίνουν έξω από το χτίριο μυριάδες οι άνθρωποι, τα τραμ, τα τρόλλευ, τα λεωφορεία.
Στα μαγαζιά, πλάι στην πόρτα του μεγάρου, πουλάνε λουλούδια, πουλάνε βιβλία, πουλάνε πίπες κι αναφτήρες, πουκάμισα και γραβάτες.
Μέσα όμως από την πόρτα, ω, μέσα από την πόρτα… Εδώ βρίσκεται η άκρη του κόσμου, η ερημιά, η εγκατάλειψη. Πάνω σ’ ένα τραπέζι, πρόσωπο με πρόσωπο, μύτη με μύτη, μάτια με μάτια, κοντά, πολύ κοντά, τρίχα και ν’ ακουμπήσετε, εσύ κι ένας γκριζωπός γλιτσιαρισμένος βάτραχος με καφετιές βούλες στη ράχη. Τα μάτια του πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους σε κοιτάζουν με το τυφλό, άδειο βλέμμα τους, έτσι που το στομάχι σου αναποδογυρίζει, οι τρίχες του κεφαλιού σου πετάγονται ολόρθες κι η φρίκη, αντάμα με την αναγούλα και τη σιχασιά, σε θωρούν κατάματα με τα ίδια ακριβώς αυτά ηλίθια και τυφλά μάτια.
― Κατάπιε τον!... φωνάζουν οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι που έχουν μαζευτεί ένα γύρο κοντά σου και κάνουν χάζι.
Τα γουρλωμένα μάτια του σιχαμερού πλάσματος αντίκρυ σου, ανοιγοκλείνουν χαζά. Σε βλέπει; Δε σε βλέπει; Καταλαβαίνει; Δεν καταλαβαίνει;
Ο αρχηγός τους κομπάζει φουσκωμένος κι άχαρος:
― Εμένα που με βλέπεις… σπούδασα στη Γερμανία… και κανένας δεν βρέθηκε μέχρι την σήμερον ημέρα να μου ξεφύγει από τα χέρια δίχως να καταπιεί τον βάτραχό του. Το καλό λοιπόν που σου θέλω… εμπρός, κατάπιε τον…
Το δωμάτιο βρίσκεται μέσα στο ψηλό χτίριο, το ψηλό χτίριο στον κεντρικότερο δρόμο της πολιτείας κι η πολιτεία είναι η πρωτεύουσα του Κράτους, κάποιου Κράτους της Ευρώπης, στην καρδιά του εικοστού πρωτου αιώνα. Απ’ έξω διαβαίνουν μιλιούνια οι άνθρωποι, τ’ αυτοκίνητα, τα τρόλεϊ,
Οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με φελλό, οι πόρτες είναι καμπλατισμένες με φελλό, οι άνθρωποι έχουν πρόσωπα κι εγκεφάλους από φελλό. Και μοναχά ο βάτραχος είναι ολοζώντανος, σκέτος, πραγματικός, γυμνός, βρωμερός, με την κάτασπρη κοιλιά του, τα προγούλια του, τα φουσκωμένα του μάγουλα, τα γουρλωμένα του μάτια και την γκρίζα ράχη με τις καφετιές βούλες. Και σε κοιτάζει, σε κοιτάζει, δίχως να σε βλέπει.
Ποτές όμως με τέτοιο ανέκφραστο, παγερό και τυφλό βλέμμα, ποτέ.
Σα δεν έχουν καρδιά, νόμισαν πως έχουν λογική.
Πως ξέρουν από αισθήματα. Συχνά κάνουν έκκληση στη λογική σου, στα αισθήματά σου:
― Αν τον καταπιείς…
Σπούδασαν στη Γερμανία και πήραν θαυμάσια εγκυκλοπαιδική μόρφωση κι ιδέες. Και σα δε στέρξεις να κάνεις αυτό που επιδιώκουν με το καμουτσί, το γυρίζουν στο καλόπιασμα, τις συμβουλές, τις εκκλήσεις. Ύστερα ξαναγυρίζουν στο βούρδουλα. Και ξανά πάλι στη λογική και το αίσθημα. Σ’ αφήνουν και να σκεφτείς. Σε κερνούν και τσιγάρο. Και πάλι από την αρχή στη βία, τη λογική, τις συμβουλές, τις εκκλήσεις.
Εσύ βαστάς. Εσύ αντέχεις. Μέσα σου κάνεις προσευχές, συμπληρώνεις προγνωστικά δελτία, βάζεις στοιχήματα με τον εαυτό σου. Πότε παρακαλάς ν’ ανοίξει και να σε καταπιεί η γης, πότε πάλι να γενεί κάποιο θάμα που να σε ξαναφέρει στην αγκαλιά των δικών σου, στη φωλιά σου. Θυμάσαι, εξεπίτηδες, περασμένες αντρίκιες, παλικαρίσιες στιγμές σου, ευτυχισμένες μέρες και νύχτες.
Λες ακόμα δεν μπορεί, κάποτες θα βαριεστήσουν οι άπονοι άνθρωποι, θα κουρασθούν, θα το πάρουν απόφαση πως άδικα χάνουν τον καιρό τους.
Και θα σ’ απαρατήσουν. Λες πως κάποτες θα σε λυπηθεί ο θάνατος και θα ’ρθει να σ’ αρπάξει, να σε γλιτώσει από τα νύχια τους που ’ναι χειρότερα. Λες πως…
Εκείνοι όμως έχουν υπομονή, έχουν πρόγραμμα, έχουν συστήματα δοκιμασμένα. Σπούδασαν στη Γερμανία κι έμαθαν πράματα που δεν μπορεί να τα χωρέσει το ταπεινό μυαλουδάκι σου.
― Κατάπιε τον!...
Αν είσαι υπεράνθρωπος, βαστάς. Ένα εικοσιτετράωρο, δυο, πέντε, δέκα, βαστάς.
Επιμένουν εκείνοι, επιμένεις κι εσύ. Και, ή πεθαίνεις ή νικάς. Αν είσαι υπεράνθρωπος. Αν όμως είσαι ένα συνηθισμένο, ένα απλό ανθρωπάκι με νεύρα από κλωστές σάρκινες, δαγκώνεις και κομματιάζεις τα χείλη σου, μπήγεις τα νύχια σου στις παλάμες, σχίζεις τα μάγουλά σου κι άξαφνα… κι άξαφνα σταματάει το μυαλό σου, σκοτεινιάζει τριγύρω σου ο κόσμος, σε πλακώνει η απελπισιά, τρελαίνεσαι και δίχως πια να ’σαι σε θέση να σκεφθείς, και δίχως πια να καταλάβεις πώς και γιατί και πότε, δίνεις μια και καταπίνεις το βάτραχο με τις καφετιές βούλες.
Τρέμεις ύστερα, ανακατώνεσαι, σε πιάνουν σπασμοί, όμως… πάει τον κατάπιες.
Πάνω στον τάφο της ψυχής σου, έχεις κάθε δικαίωμα που κανείς δε μπορεί να στο αμφισβητήσει, να υψώσεις ένα μεγάλο μαρμάρινο σταυρό, έχεις κάθε δικαίωμα να γράψεις όσα γράμματα, όσες λέξεις θέλεις:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ…
Θα περάσουν καιροί, θα ’ρθουν χειμώνες κι άνοιξες, θα πέσουν χιόνια, φύλλα, πέταλα, άνθρωποι, θεοί, βασιλιάδες. Εσύ θα ζεις. Τα πόδια σου θα σε οδηγούν όπου τα διατάζεις, τα χέρια σου θα μοχθούν και θα γεμίζουν ρόζους και κάλους, η καρδιά σου θα χτυπά και θα στέλνει αίμα ως το μακρύτερο κύτταρο του οργανισμού σου, η γλώσσα σου θα μιλά, τα χείλη σου πότε θα φιλούν και πότε θα φτύνουν με πίκρα ή αηδία. Οι άνθρωποι που θα σ’ αντικρίζουν θα σου χαρίζουν την καλημέρα τους, οι φίλοι σου θα ’ρχονται στη γιορτή σου φορτωμένοι χαμόγελα, ευχές και λουλούδια ή σοκολατίνια. Θα διαβάζεις εφημερίδες, θα διαβάζεις βιβλία, θα διαβάζεις επίσημα χαρτιά. Θα κοιμάσαι τα βράδια και θα ξυπνάς τα πρωινά, θα ντύνεσαι και θα ξεντύνεσαι, θα τρως παγωτά τα καλοκαίρια και θα πίνεις χαμομήλια τους χειμώνες και θα πιστεύεις ακράδαντα πως η μάρκα των τσιγάρων που καπνίζεις είναι η καλύτερη από όλες τις άλλες.
Ναι, θα υπάρχεις.
Όμως…
Όμως θα φοβάσαι τη μοναξιά. Θα τρέμεις το πλήθος. Θα σκιάζεσαι στο σκοτάδι και θ’ αποφεύγεις το φως. Τα μάτια σου θα κοιτάζουν πάντα μακριά, ανάμεσα και πέρα από τα πρόσωπα και τα πράγματα, θα ντρέπονται να θωρούν κατ’ ευθείαν στα μάτια των άλλων ανθρώπων, κατ’ ευθείαν στα πρόσωπα των αντικειμένων. Ποτέ δε θα μιλάς για περασμένα, ποτέ δε θα ονειρεύεσαι μελλούμενα. Θα ζεις γιατί βρέθηκε να ζεις, θα υπάρχεις γιατί έτυχε να υπάρχεις, θα τρως, θα πίνεις, θ’ ανασαίνεις γιατί ζεις. Και πριν απ’ όλα, δε θα στρέψεις, ποτέ, ποτέ, ποτέ το βλέμμα μέσα σου.
Δε θα στρέψεις το βλέμμα μέσα σου, γιατί κάπου βαθιά μέσα σου βρίσκεται στημένος ένας μεγάλος μαρμάρινος σταυρός με τ’ όνομα της ψυχής σου γραμμένο με μαύρα κεφαλαία γράμματα:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ…
Κι ακόμα, δεν θα τολμάς ν’ αντικρίζεις φρεσκοσκαμμένο χώμα, το μαύρο φρεσκοσκαμμένο χώμα που βγάζει η σκαπάνη του εργάτη ή τ’ αλέτρι του αγρότη στην επιφάνεια, το φως, μην τύχει κι ανταμώσουν τα μάτια σου ένα σιχαμερό γκριζωπό βάτραχο μ’ άσπρη κοιλιά, γουρλωμένα μάτια και καφετιές βούλες στην γλοιώδικη ράχη του.Αν θες να ζήσεις έτσι κατάπιε τον αλλιώς φτυστους ........φτύσε τους σπουδαγμενους Γερμανούς προφεσορους που μας κουβάλησαν το φάρμακο για να μας σώσουν φτύσε τα σκατοψυχα τσιρακια τους φτυστους για να ζήσεις ξανά αντρίκειες, παλικαρίσιες στιγμές μέρες και νύχτες ευτυχισμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου